- σποράς
- -άδος, η, ΝΑ, και σποράς, -άδος, ὁ, Α(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδεςονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες»)αρχ.1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως γένος, αγέλη, στρατιά κ.ά., καθώς και με το βίος) α) (για ζώα) αυτός που ζει μόνος, σε αντιδιαστολή με τον αγελαίο («κορυδαλῶν δὲ ἐστὶ δύο γένη... ἡ δὲ ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ σποράς», Αριστοτ.)β) (για τρόπο ζωής) πλάνητος, πλανητικός, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση («νησιώτης σποράδα κέκτηται βίον», Ευρ.)2. στον πληθ. αἱ και οἱ σποράδεςα) (για πρόσ. και πράγμ.) διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, σκόρπιος (α. «ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο [Ἀμαζόνες], Ηρόδ.β. [για πλοία που διασκόρπισε ο εχθρός ή η τρικυμία]i. «καταδιώξαντες σποράδας ἐς τὴν ἤπειρον», Θουκ.ii. «ἀπ' αὐτῆς σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν», Θουκ.γ. [για αστέρες] «σποράδες ἀστέρες», Αριστοτ.)β) (ειδικά για νοσήματα) αυτά που εμφανίζονται παντού και πάντοτε, που δεν είναι ενδημικά («σποράδες ἔωσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)γ) (για λόγια) ασύνδετα, χωρίς ειρμό, χωρίς συνάφεια («λόγοι σποράδες», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ- τού σπείρω* + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. σπολ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.